- παραιρέτης
- παραιρέτηςone that takes awaymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραιρέτης — ὁ, Α [παραιρώ] 1. αυτός που φθίνει, που ελαττώνεται 2. αστρολ. πλανήτης που βρίσκεται έξω από την αίρεση του, δηλαδή από την συνηθισμένη θέση του … Dictionary of Greek
παραιρέται — παραιρέτης one that takes away masc nom/voc pl παραιρέτᾱͅ , παραιρέτης one that takes away masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρέτην — παραιρέτης one that takes away masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρέτας — παραιρέτᾱς , παραιρέτης one that takes away masc acc pl παραιρέτᾱς , παραιρέτης one that takes away masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)